- ρεφιλάρω
- Νλεπταίνω τις άκρες δέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. refifer].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεφιλάρισμα — το, Ν λέπτυνση τών άκρων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφιλάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek